Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

14 Αυγούστου 1996




 
«14 Αυγούστου 1996.

Πριν από λίγο  αποχαιρετήσαμε τον Τάσο. Απαρηγόρητη η ετοιμόγεννη γυναίκα του, η οικογένεια του, οι φίλοι του, όλη η Κύπρος. Γιατί; Πονάει η ψυχή μου. Κι όμως δεν είναι μίσος για τους δολοφόνους, αυτό που νιώθω. Είναι η αδικία, που στοίχειωσε την πατρίδα μας εδώ και 22 ολόκληρα χρόνια, στοιχειώνει και την καρδιά μου. Είναι κι η Αμμόχωστος που μας καρτερεί, είναι κι Αμμόχωστος που μας μαγεύει. Ξέρω ότι όση ώρα ήταν πεσμένος χάμω,  το βλέμμα του ήταν στραμμένο στη βασιλεύουσα, λίγα μέτρα πιο πέρα.

Σήμερα είναι η μέρα, σήμερα οι σημαίες της κατοχής θα πέσουν και εγώ θα τρέξω. Σήμερα, τα μάτια μου, τα μάτια της ψυχής μου θα γίνουν τα μάτια του Τάσου καθώς θα τρέχω στα στενά του Βαρωσιού, θα πλατσουρίζω στην παραλία της Πόλης μας. Σήμερα ο Τάσος θα «περπατήσει» στην πόλη που μας μάγευε από παιδάκια.

Στέκομαι μπροστά στο οδόφραγμα της Δερύνιας. Λίγα μέτρα από το σημείο που πότιζε πριν τρεις μέρες ο Τάσος με το αίμα του. Η φωνή του Τάσου αντηχεί στ’αφτιά μου. Η Πόλη στο βάθος με μαγεύει, με καλεί. Τρέχω προς το κατοχικό φυλάκιο.
Φωνές. « Ρε μη πας κοντά κοντά ρε, ρε μη πηγαίνεις κοντά. Έλα έξω ρε μαλάκα...»
Αρχίζω να σκαρφαλώνω στον ιστό της κατοχικής σημαίας. Ανεβαίνω. Ακούω ένα μπαμ... ταυτόχρονα νιώθω  ένα κάψιμο στο λαιμό. Προς στιγμή παγώνω, χάνω τη δύναμή μου. Κοιτάζω προς την Αμμόχωστο. Μαγεύομαι. Παίρνω δύναμη από τη δύναμη της θαλασσοφίλητης πόλης, συνεχίζω, σκαρφαλώνω όλο και πιο ψηλά, σκίζω τη σημαία της ντροπής και πετάγομαι κάτω. Αρχίζω να τρέχω προς την Πόλη που με καλεί. Μαζί με μένα βλέπω κι άλλους να τρέχουν δίπλα μου. Είναι ένας μαθητής, με την επίσημη μαθητική του στολή, τυλιγμένος με την ελληνική σημαία.
-        Είμαι ο Πέτρος. Οι φίλοι μου φωνάζουν με Πετράκη.

Πιο πέρα ένας νέος γύρω στα 30.  Η μορφή του μου είναι γνωστή. Τον χαιρετάω. Με κοιτάει. Το βλέμα του είναι σπινθηροβόλο.

-        Είμαι ο Γρηγόρης, που τη Λύση. Επερίμενα την πολλά χρόνια τούτη τη μέρα...

'Ολο σας αποχαιρετώ κι ακόμα μένω. Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας
είναι η απόφαση του θανάτου μας, όταν υπάρχει κάποια διέξοδος,
όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, και συ τον διαλέγεις
σαν τιμή και σα χρέος για τους άλλους, πιο πέρα απ' τις ανάγκες σου.
'Οποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του νικάει και το θάνατο. Το 'μαθα (1)
                   
Η πόλη της Αμμοχώστου με πλησιάζει. Τρέχω όλο και πιο γρήγορα προς το μέρος της. Δεν κουράζομαι. Στα δεξιά μου ένας αγαπημένος φίλος. Είναι ο Τάσος.... Είναι ήρεμος μ’ένα πλατύ χαμόγελο που χωράει  τον κόσμο όλο. Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα κοριτσάκι με όμορφα χρυσόξανθα μαλλιά που ανεμίζουν καθώς τρέχει χοροπηδώντας καθ’οδόν προς το Βάρωσι. Μα πως είναι δυνατόν;
Θυμήθηκα εκείνο το κάψιμο στο λαιμό όταν σκαρφάλωνα στον ιστό αλλά τίποτα δε μπορούσε να με σταματήσει πια.

Τρέχω. Είμαι σε ένα μποστάνι. Ένας γεροντάκος με κοιτάει και μου γνέφει. Είναι ο παππούς ο Σολάκης. Κοντοστέκομαι. Βγάζει ένα κουβά νερό από το πηγάδι και μου το προσφέρει.

-        Πιες γιε μου, να ξεδιψάσεις. Ήρτες γιέ μου… έξερα το ότι μια μέρα ήταν να ρτεις. Επερίμενα σε. Άτε πήεννε τωρά.

Κοιτάω γύρω μου. Όλο και περισσότεροι είναι μαζί μου. Στο ομορφότερο “ταξίδι” της ζωής μου. Στο δρόμο προς την Πόλη μας. Κάποιους τους αναγνωρίζω. Στην είσοδο της Αμμοχώστου με χαιρετάει ο Τεύκρος με το τόξο του.

ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας. (2)

Είναι όλοι εκεί. Σε μια πόλη γεμάτη κόσμο, γέλια, χαρές, παιχνίδια κι έρωτα. Περπατάω στα στενά της. Το σπίτι της γιαγιάς της Άννας. Μοσχοβολάει φρεσκοψημένο ψωμί.

Τότες ἄκουσα βήματα στὰ χαλίκια.
Δὲν εἶδα πρόσωπα- σὰ γύρισα εἶχαν φύγει.
Ὅμως βαριὰ ἡ φωνὴ σὰν τὸ περπάτημα καματεροῦ,
ἔμεινε ἐκεῖ στὶς φλέβες  τ᾿ οὐρανοῦ  στὸ κύλισμά  της θάλασσας
μέσα στὰ βότσαλα πάλι καὶ πάλι:

Ἡ γῆς δὲν ἔχει κρικέλια
γιὰ νὰ τὴν πάρουν στὸν ὦμο καὶ νὰ φύγουν
μήτε μποροῦν, ὅσο κι ἂν εἶναι διψασμένοι
νὰ γλυκάνουν τὸ πέλαγο μὲ νερὸ μισὸ δράμι.
Καὶ τοῦτα τὰ κορμιὰ
πλασμένα ἀπὸ ἕνα χῶμα ποὺ δὲν ξέρουν,
ἔχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα γιὰ νὰ τὶς ἀλλάξουν,
δὲ θὰ μπορέσουν- μόνο θὰ τὶς ξεκάμουν
ἂν ξεγίνουνται οἱ ψυχές.
Δὲν ἀργεῖ νὰ καρπίσει τ᾿ ἀστάχυ
δὲ χρειάζεται μακρὺ καιρὸ
γιὰ νὰ φουσκώσει τῆς πίκρας τὸ προζύμι,
δὲ χρειάζεται μακρὺ καιρὸ
τὸ κακὸ γιὰ νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι,
κι ὁ ἄρρωστος νοῦς ποὺ ἀδειάζει
δὲ χρειάζεται μακρὺ καιρὸ
γιὰ νὰ γεμίσει μὲ τὴν τρέλα,
νῆσος τίς ἐστι... «. (3)

Περνάω από τα αξέχαστα καλλιμάρμαρα μέγαρα του Λυκείου Ελληνίδων Αμμοχώστου, του Γυμνασίου Αμμοχώστου.

Και το Δημοτικό Μέγαρο, η Δημοτική Βιβλιοθήκη και η Πινακοθήκη...

Οι εκκλησίες του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Ζώνης, του Τιμίου Σταυρού. Λένε πως στην Αμμόχωστο υπάρχουν 365 εκκλησιές. Τόσες ώστε να λειτουργεί μια κάθε μέρα.

Είναι μια πόλη μαγική. Πιο κάτω είναι ο ΓΣΕ (Γυμναστικός Σύλλογος Ευαγόρα). Μέσα είναι καμιά εικοσαριά νέοι που προπονούνται. Αναγνωρίζω τον Κυριάκο Μάτση και τον Παναγιώτη Τουμάζο.
Η λεωφόρος Κέννεντυ σφίζει από ζωή. Σαν άλλοτε. Παιδάκια που παίζουν, έφηβοι που αναζητούν… να γίνουν άντρες, νέοι που μεθούν, άλλοι που ψάχνουν το ταίρι τους, κοριτσόπουλα που φλερτάρουν, μεγαλύτεροι  που βολτάρουν. Είναι όλοι εδώ.

Η ευτυχέστερη μέρα της ζωής μου. Σήμερα είμαι ελεύθερος. Σήμερα η Αμμόχωστος είναι λεύτερη. Σήμερα ο Ευαγόρας κάθεται και πάλι στον θρόνο του.»

Αύγουστος 2012

16 χρόνια μετά. Στέκομαι στο οδόφραγμα της Δερύνιας. Λίγα μέτρα από το σημείο που πότισαν ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού με το αίμα τους.  Αγναντεύω για ώρα τη βασιλεύουσα. Αυτή η πόλη σε μαγεύει. Μπορεί να είναι ο Τεύκρος ή ο Ευαγόρας, ο Γρηγόρης, ο Πετράκης,  ο Τάσος,  ο Σολωμός. Οι φωνές και οι μυρωδιές της, οι έρωτες και οι ιστορίες της, οι εκκλησιές, οι θάλασσες της.
Λίγο πιο πέρα βρίσκεται μια νέα γυναίκα. Κρατάει από το χέρι ένα όμορφο ξανθό κοριτσάκι  γύρω στα 15. Το κοριτσάκι κοιτάει προς την Πόλη. Είναι φανερά συγκινημένη. Η μητέρα, γυρνάει προς το κοριτσάκι, βλέπει τα βουρκωμένα της μάτια...

«Πάμεν Αναστασία μου. Θα μας περιμένουν για το μνημόσυνο του μπαμπά. Εν να ρτει μια μέρα που εν να πάμε Αναστασία μου...»

Πήγαινε Αναστασία. Σας περιμένουν για το μνημόσυνο του μπαμπά.  θα έρθει μια μέρα που θα ξαναπάς... στην Αμμόχωστο.

1.      Απόσπασμα από τον Αποχαιρερισμό Γ. Ρίτσου
2.      Απόσπασμα από το ποίημα Ελένη Γ. Σεφέρη
3.      Απόσπασμα από το ποίημα Σαλαμίνα της Κύπρος Γ. Σεφέρη

3 σχόλια:

  1. Άτε πάλι! Εκλαμούρισες με πρωί πρωί.
    Χαλάλι όμως, τέτοιες φάσεις μου θυμίζουν ότι σε τούτον τον αποκτηνωμένο κόσμο, είμαι ακόμα ικανή να συγκινούμαι και να πιστεύω στην δύναμη του ανθρώπου να αλλάζει τη μοίρα του. Όπως τότε, που ζούσαμε στο Υπόγειο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Φίλε πολύ όμορφο.. Μπορώ να το αναρτήσω στο blog μου; risenation.blogspot.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή